ἐξανέστησας

ἐξανέστησας
ἐξανίστημι
raise up
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσφθεγμα — έγματος, τὸ, ΜΑ [προσφθέγγομαι] προσφώνηση, χαιρετισμός («νεκροὺς ἐξανέστησας, ζωοποιῷ σου προσφθέγματι», Μηναί.) αρχ. επίθετο, προσωνυμία («Σαπφοῡς τὸ ἡδὺ πρόσφθεγμα», Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”